навалиться - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

навалиться - translation to ρωσικά


навалиться      
1) ( придавить всей тяжестью ) peser lourdement sur qch
навалиться на весла - souquer, se pencher sur les rames, faire force de rames
2) перен. разг. ( внезапно напасть ) se ruer sur; tomber dessus ( abs )
навалиться на врага - se jeter ( tt ) sur l'ennemi
3) ( наброситься ) разг.
навалиться на еду - se jeter sur la nourriture
наваливаться      
1) см. навалиться
2) страд. être + part. pas. ( ср. навалить)
Il reprit sa position de demi de mêlée, attrapant son alliance à deux doigts .      
Он снова навалился на стол и сжал кольцо двумя пальцами.

Ορισμός

навалиться
сов.
см. наваливаться (1*).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για навалиться
1. Навалиться навалились, да только не совсем успешно.
2. В субботу утром могут навалиться бытовые проблемы.
3. А в воскресенье могут навалиться домашние дела, семейные проблемы.
4. Впрочем, навалиться или прижаться могут в любом месте.
5. Но навалиться всеми силами на москвичей Гедеминас не мог.